Οι ώρες που δαπανούμε μπροστά από smartphone και tablet έχουν συχνά συνδεθεί με την επιδείνωση της ψυχικής ευεξίας, αλλά νέα έρευνα υποστηρίζει ότι η ζημιά μπορεί να ξεκινήσει στους χρήστες ακόμη και από πολύ μικρή ηλικία.

Μετά από μόλις μία ώρα μπροστά σε μια οθόνη, τα παιδιά και οι έφηβοι ενδέχεται να έχουν λιγότερη περιέργεια, χαμηλότερο αυτοέλεγχο και μικρότερη συναισθηματική σταθερότητα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο άγχους και κατάθλιψης, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Preventive Medicine Reports.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι έφηβοι ηλικίας 14 έως 17 ετών κινδυνεύουν περισσότερο από τέτοιες δυσμενείς επιπτώσεις, αλλά παρατήρησαν τις συσχετίσεις και σε μικρότερα παιδιά, των οποίων ο εγκέφαλος είναι ακόμη στην ανάπτυξη.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά των νηπιαγωγείων και των παιδικών σταθμών που χρησιμοποιούσαν συσκευές με οθόνες συχνά είχαν διπλάσιες πιθανότητες να χάσουν την ψυχραιμία τους. Υποστήριξε επίσης ότι το 9% των παιδιών ηλικίας 11 έως 13 ετών που περνούσαν μια ώρα την ημέρα μπροστά σε οθόνες δεν ήταν περίεργα να μάθουν νέα πράγματα, ποσοστό που αυξήθηκε στο 22,6% για εκείνα των οποίων ο χρόνος μπροστά στην οθόνη ήταν επτά ώρες την ημέρα ή περισσότερο.

Ο καθηγητής Jean Twenge του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο και ο καθηγητής Keith Campbell του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια δήλωσαν: «Τα μισά προβλήματα ψυχικής υγείας αναπτύσσονται από την εφηβεία. Έτσι, υπάρχει μια έντονη ανάγκη να εντοπιστούν παράγοντες που σχετίζονται με θέματα ψυχικής υγείας στους οποίους μπορούμε να παρέμβουμε για αυτήν την ηλικιακή ομάδα, καθώς υπάρχουν άλλοι παράγοντες που είναι δύσκολο ή αδύνατο να επηρεαστούν: το πώς τα παιδιά και οι έφηβοι περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους είναι ένας παράγοντας που επιδέχεται αλλαγή».

Οι δύο επιστήμονες παροτρύνουν τους γονείς και τους δασκάλους να μειώσουν τον χρόνο που περνούν τα παιδιά online παίζοντας video games ή παρακολουθώντας τηλεόραση.

Ο Twenge, ο οποίος έχει γράψει εκτενώς για τα θέματα που προκαλεί η χρήση smartphone στα παιδιά, συμβουλεύει την εφαρμογή ενός ορίου δύο ωρών.

Η μελέτη περιλαμβάνει στοιχεία για περισσότερα από 40.000 παιδιά ηλικίας δύο έως 17 ετών στις ΗΠΑ, τα οποία παρείχαν οι γονείς τους για μια εθνική έρευνα υγείας το 2016.