Άνοδος των πρόωρων γεννήσεων στη Νέα Υόρκη μεταξύ των μεταναστριών από τη Λατινική Αμερική  έχει σημειωθεί – μια αύξηση που οι ερευνητές της υπηρεσίας υγείας της πόλης λένε ότι μπορεί να συνδέεται με τη νίκη του Donald Trump στις προεδρικές εκλογές του 2016.

Η μελέτη που δημοσιεύθηκε από το υγειονομικό τμήμα της Νέας Υόρκης και τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ συνέκρινε τις γεννήσεις στην πόλη κατά τους μήνες προτού ο Trump κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων ως υποψήφιος πρόεδρος, από τον Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι τον Ιούλιο του 2016, με τις γεννήσεις τους μήνες μετά την ορκωμοσία του ως Πρόεδρος, από τον Ιανουάριο ως τον Αύγουστο του 2017.

Δεν υπήρξε αλλαγή στα μωρά που γεννήθηκαν πρόωρα –δηλαδή πριν από τις 37 εβδομάδες κύησης-  στις γυναίκες που γεννήθηκαν στην Αμερική. Ωστόσο, μεταξύ των ξένων γυναικών, το ποσοστό αυξήθηκε από 6,7% σε 7%.

Τη μεγαλύτερη άνοδο σημείωσαν οι πρόωρες γεννήσεις μεταξύ των γυναικών από τη Λατινική Αμερική, ειδικά εκείνων που γεννήθηκαν στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, των οποίων τα ποσοστά αυξήθηκαν από 7,3% σε 8,4%.

Το έντονο άγχος – συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής και πολιτικής πίεσης που συνδέεται με την εχθρική ρητορική και τη δημόσια τάξη – μπορεί να συμβάλει στις πρόωρες γεννήσεις, ανέφεραν οι ερευνητές. Αναφέρουν την άνοδο των εγκλημάτων μίσους μετά την εκλογή ως άλλη μια πηγή άγχους: Οι επιθέσεις εναντίον των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ αυξήθηκαν έντονα και η εχθρότητα απέναντι στους Λατινοαμερικάνους αυξήθηκε επίσης.

«Αυτή η ανάλυση υπογραμμίζει πως το άγχος που προκαλείται από τον ρατσισμό και τις διακρίσεις μπορεί να προκαλέσει πρόωρες γεννήσεις, οι οποίες είναι εξαιρετικά επιζήμιες τόσο για τις μητέρες όσο και για τα μωρά», δήλωσε ο Oxiris Barbot, διευθυντής του τμήματος υγείας.

Κατά την περίοδο που μελετήθηκε, το συνολικό ποσοστό των πρόωρων γεννήσεων στην πόλη αυξήθηκε από 7% σε 7,3%. Οι Αφροαμερικές είχαν το υψηλότερο ποσοστό πρόωρων γεννήσεων, στο 10,3%, αλλά τα ποσοστά παρέμεναν σταθερά και τις δύο περιόδους που εξετάστηκαν.

«Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι αλλαγές στη σοβαρότητα των κοινωνικοπολιτικών πιέσεων μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς την υγεία στοχευόμενων πληθυσμών και αυτές οι επιπτώσεις στην υγεία επιβάλουν την παρακολούθηση της δημόσιας υγείας», ανέφερε η μελέτη.