Οκτώ γονίδια που συνδέονται με τα κόκκινα μαλλιά έχουν εντοπιστεί από επιστήμονες, σε μια προσπάθεια να χυθεί φως στο πώς οι κοκκινομάλληδες κληρονομούν το ιδιαίτερο χρώμα μαλλιών τους.

Η έρευνα του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου περιγράφεται ως η μεγαλύτερη γενετική μελέτη για το χρώμα των μαλλιών μέχρι σήμερα. Έως τώρα θεωρούνταν ότι τα κόκκινα μαλλιά ελέγχονταν από ένα μόνο γονίδιο, το MC1R, με δύο εκδοχές του που κληρονομούνται από τους δύο γονείς.

Ωστόσο, κάθε άνθρωπος που έχει δύο εκδοχές του συγκεκριμένου γονιδίου δεν είναι κοκκινομάλλης, πράγμα που σημαίνει ότι και άλλα γονίδια πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία ώστε να υπάρξει αυτό το αποτέλεσμα.

Η ομάδα εξέτασε το DNA περίπου 350.000 ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα UK Biobank, για την οποία έχουν συλλεχθεί γενετικά δεδομένα από περισσότερους από μισό εκατομμύριο ανθρώπους. Όταν συνέκριναν το DNA κοκκινομάλληδων με εκείνο ανθρώπων που έχουν καστανά ή μαύρα μαλλιά, οι επιστήμονες εντόπισαν οκτώ παλαιότερα άγνωστες γενετικές διαφορές που σχετίζονται με τα κόκκινο χρώμα μαλλιών.

Η ομάδα εξέτασε επίσης τις λειτουργίες των γονιδίων που εντοπίστηκαν και διαπίστωσαν ότι μερικές από αυτές είχαν ως στόχο το να ελέγχουν το πότε ενεργοποιείται ή απενεργοποιείται το MC1R. Οι ερευνητές αποκάλυψαν επίσης διαφορές σε σχεδόν 200 άλλα γονίδια που σχετίζονται με τα ξανθά και μελαχρινά μαλλιά.

Ο καθηγητής Albert Tenesa, του Ινστιτούτου Roslin του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, ο οποίος συμμετείχε στη μελέτη δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου για τα αποτελέσματα της μελέτης: «Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι που η μελέτη αποκάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της γενετικής ποικιλίας που συμβάλλει στις διαφορές στο χρώμα των μαλλιών μεταξύ των ανθρώπων».

Ο καθηγητής Ian Jackson, του Τμήματος Ανθρώπινης Γενετικής του Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, δήλωσε: «Ήμασταν σε θέση να εκμεταλλευτούμε τη δύναμη της UK Biobank, μιας τεράστιας και μοναδικής γενετικής μελέτης μισού εκατομμυρίου ανθρώπων στη Βρετανία, η οποία μας επέτρεψε να εντοπίσουμε αυτά τα γονίδια».

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο Nature Communications.