Ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι θα μπορούσε να ευθύνεται για εγκεφαλική βλάβη και άνοια πολύ αργότερα, μετά από δεκαετίες, ακόμη και αν ο ασθενής είχε προ πολλού θεραπευθεί πλήρως. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας βρετανικής επιστημονικής έρευνας.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντέιβιντ Σαρπ του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου, σύμφωνα με τους Financial Times, χρησιμοποίησαν τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) για να μελετήσουν τον εγκέφαλο 21 ανδρών και γυναικών ηλικίας 29 έως 72 ετών, που είχαν υποστεί στο παρελθόν, πριν 18 έως 51 χρόνια, κάποιο τραύμα στο κεφάλι λόγω ατυχήματος (τροχαίου, πτώσης κ.α.), αθλήματος (μποξ, ποδόσφαιρου κ.α.) ή βίαιης επίθεσης. Το παλαιό τραύμα μπορεί να ήταν αρκετά σοβαρό για να μείνει ο ασθενής μερικές μέρες στο νοσοκομείο, αλλά όχι καταστροφικό. Μετά από λίγους μήνες, θα είχε ξεχάσει ότι είχε τραυματισθεί.

Ο εγκέφαλος τους συγκρίθηκε με τον εγκέφαλο 11 ανθρώπων με παρόμοια δημογραφικά και μορφωτικά χαρακτηριστικά, οι οποίοι δεν είχαν ιστορικό παρόμοιου τραυματισμού.

Διαπιστώθηκε ότι τα περισσότερα θύματα σοβαρού τραυματισμού (τα 15 από τα 21) είχαν πολύ υψηλότερα επίπεδα της τοξικής πρωτεΐνης ταυ, η οποία αποτελεί δείκτη νευροεκφύλισης και πρόδρομο γνώρισμα της νόσου Αλτσχάιμερ ή άλλης μορφής άνοιας. Επίσης οι άνθρωποι με παλαιό εγκεφαλικό τραύμα εμφάνισαν χειρότερες επιδόσεις σε τεστ μνήμης και γνωσιακά, πράγμα που δείχνει μια υποβάθμιση των εγκεφαλικών λειτουργιών τους.

Πρώτος συγγραφέας της μελέτης είναι ο έλληνας νευρολόγος, δρ Νίκος Γοργοράπτης του Τμήματος Επιστημών του Εγκεφάλου της Ιατρικής Σχολής του Imperial College.

Προς το παρόν δεν υπάρχουν θεραπείες για να αναστρέψουν την εκφύλιση του εγκεφάλου μετά από τραυματισμό. Όμως, είναι ελπιδοφόρο ότι οι επιστήμονες με επικεφαλής τον Σαρπ βρήκαν επίσης, σε μια ξεχωριστή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό νευροεπιστήμης Brain, ότι περίπου το ένα τρίτο των ανθρώπων που εμφανίζουν έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών τους μετά από παλαιό τραύμα, εμφανίζουν σημαντική βελτίωση, αν πάρουν μεθυλφενιδάτη (πιο γνωστή εμπορικά ως Ritalin). Το φάρμακο είχε θετικό αποτέλεσμα κυρίως στα άτομα με ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα ντοπαμίνης, ενός σημαντικού νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο.