Την πρώτη θέση στην Ευρώπη στην κατανάλωση αντιβιοτικών εξακολουθεί να κατέχει η Ελλάδα, με εκπροσώπους και φορείς της υγείας να κάνουν λόγο για απειλητικά επίπεδα για τη Δημόσια Υγεία.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 68% των πολιτών δηλώνει ότι λαμβάνει αντιβιοτικά, όταν στη Φιλανδία το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 3%. Στην συντριπτική πλειοψηφία τους οι Έλληνες παίρνουν αντιβιοτικά για απλές καθημερινές χειμωνιάτικες ιώσεις που εκδηλώνονται με βήχα, πονόλαιμο και συνάχι, που δεν χρειάζονται καν τη βοήθεια των γιατρών.

«Τα προμηθεύονται από το φαρμακείο χωρίς ιατρική συνταγή», τόνισε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης για την Ορθολογική Χρήση των Αντιβιοτικών (18-24 Νοεμβρίου), η Κυριακή Κανελλακοπούλου, καθηγήτρια Παθολογίας-Λοιμώξεων του ΕΚΠΑ.

Ως αποτέλεσμα, παρουσιάζεται υψηλή αντοχή των μικροβίων στα πολύτιμα αντιβιοτικά, όχι μόνο στα νοσοκομεία, αλλά και στην κοινότητα, με δυσάρεστα αποτελέσματα, αφού, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το μικρόβιο του πνευμονιόκοκκου έχει αποκτήσει 40% αντοχή και οι μισοί που προσβάλλονται δεν θα θεραπευτούν. Επίσης, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το κολοβακτηρίδιο, που ευθύνεται για ουρολοιμώξεις, έχει αποκτήσει αντοχή κατά 15%.

Η επιστημονική κοινότητα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας ότι πρέπει να μειωθεί η κατανάλωση αντιβιοτικών κατά 90% στην κοινότητα και έχουμε όλοι ευθύνη να κάνουμε τα αντιβιοτικά ξανά ισχυρά.

Ενημέρωση, ευαισθητοποίηση, αυστηρές ποινές σε όσους χορηγούν αντιβιοτικά χωρίς ιατρική συνταγή και υποχρεωτικό strep test, ώστε ο γιατρός να χορηγήσει την κατάλληλη θεραπεία, είναι τα βήματα που πρέπει να γίνουν για την ορθή χρήση των αντιβιοτικών.

Το Ελληνικό Δίκτυο Υγιών Πόλεων, η Ελληνική Εταιρεία Χημειοθεραπείας, η Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών και η ΚΕΔΕ συμμετέχουν στην εκστρατεία με στόχο να διαλύσουν τους μύθους και να αναδείξουν τις αλήθειες σχετικά με τις συνέπειες από την άσκοπη χρήση των αντιβιοτικών, τη διάκριση ανάμεσα σε ιογενείς και μικροβιακές λοιμώξεις, τη διασπορά των ανθεκτικών μικροβίων στο περιβάλλον, την αξία της πρόληψης των λοιμώξεων μέσω του εμβολιασμού και τελικά την επίγνωση ότι η υπερκατανάλωση μπορεί να στερήσει από τον ασθενή τον πολυτιμότερο σύμμαχό του, το ίδιο το αντιβιοτικό.

Απαραίτητοι οι εμβολιασμοί

Στην εκστρατεία ενημέρωσης περιλαμβάνονται και οι εμβολιασμοί παιδιών και ενηλίκων που αποτελούν «τον πιο αποτελεσματικό και ασφαλή τρόπο πρόληψης μεταδοτικών νοσημάτων», όπως ανέφερε ο καθηγητής Αθανάσιος Σκουτέλης, συντονιστής διευθυντής Ε΄ Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ευαγγελισμού και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων. «Δυστυχώς, το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης των ενηλίκων στη χώρα μας είναι ανησυχητικά χαμηλό», είπε ο κ. Σκουτέλης, υπογραμμίζοντας ότι «στη χώρα μας, το 75-90% των ατόμων που παθαίνουν ετησίως από τη γρίπη είναι ανεμβολίαστα, που σημαίνει ότι αρκετοί θάνατοι θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με τον εμβολιασμό». Ευχάριστη και ελπιδοφόρα έκπληξη, είπε, αποτελεί το γεγονός ότι την τρέχουσα περίοδο υπάρχει πολύ αυξημένη ζήτηση αντιγριπικών εμβολίων σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές, που πιθανώς να αντανακλά την αλλαγή στάσης του πληθυσμού έναντι των εμβολιασμών.

Στους ενήλικες άνω των 60 ετών, οι συνιστώμενοι εμβολιασμοί είναι έναντι της γρίπης, του πνευμονόκοκκου και του έρπητα ζωστήρα. Ο αντιγριπικός εμβολιασμός είναι εποχιακός (περί τα τέλη Οκτωβρίου) και γίνεται (1 δόση) κάθε χρόνο στις ομάδες κινδύνου (στις οποίες περιλαμβάνονται εκτός των άλλων οι έγκυες γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης, επαγγελματίες υγείας, άτομα που φροντίζουν ηλικιωμένους κ.λπ.).