Η σκόπιμη στέρηση της τροφής για μικρά διαστήματα που αποκαλείται «διαλειμματική νηστεία» (Intermittent Fasting) είναι ένα διατροφικό μοντέλο που περιλαμβάνει κύκλους μεταξύ περιόδων νηστείας και κατανάλωσης τροφής. Δεν καθορίζει ποιες τροφές θα πρέπει να καταναλώνονται, αλλά το πότε καταναλώνονται. Καθώς έχει γίνει δημοφιλής τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες διερευνούν αν και πόσο ωφέλιμη είναι για την υγεία.

Μελέτη του Πανεπιστημίου της California έδειξε ότι όταν κάποιος κάνει διαλειμματική νηστεία, δηλαδή τρώει αποκλειστικά μέσα σε διάστημα 10 ωρών κάθε μέρα και μένει νηστικός τις υπόλοιπες 14 ώρες, έχει σημαντικά οφέλη υγείας όπως η απώλεια βάρους, τα καλύτερα επίπεδα χοληστερόλης και ο μειωμένος κίνδυνος διαβήτη.

Η ερευνητική ομάδα συμπεριέλαβε στη μελέτη αυτή 19 άτομα που έπασχαν ήδη από μεταβολικό σύνδρομο, οι περισσότεροι ήταν παχύσαρκοι και το 84% λάμβανε τουλάχιστον μία θεραπευτική αγωγή για την κατάστασή του.

Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν ένα πρόγραμμα διαλειμματικής νηστείας για 12 εβδομάδες, σύμφωνα με το οποίο δεν θα κατανάλωναν κανένα τρόφιμο για 14 ώρες κάθε μέρα, ενώ στις υπόλοιπες 10 ώρες μπορούσαν να φάνε ό,τι, όποτε και όσο ήθελαν.

Μετά από 12 εβδομάδες, τα επίπεδα σωματικού λίπους, ο δείκτης μάζας σώματος και το βάρος των συμμετεχόντων είχαν μειωθεί κατά σχεδόν 3%. Στο τέλος της μελέτης φάνηκε επίσης ότι κάποια είχαν χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης και σακχάρου στο αίμα, ενώ το 70% κοιμόταν καλύτερα.

Oι συμμετέχοντες ήταν τόσο ικανοποιημένοι από την πρόοδό τους, που τα 2/3 συνέχισε τη διαλειμματική νηστεία, τουλάχιστον κατά διαστήματα, για έως και ένα χρόνο μετά το τέλος της μελέτης.

Η δρ Pam Taub, καρδιολόγος και μία εκ των συγγραφέων της μελέτης εξήγησε ότι «όταν ένας άνθρωπος διαγιγνώσκεται με μεταβολικό σύνδρομο, οι παρεμβάσεις είναι κρίσιμες, καθώς όταν γίνει διαβητικός ή αρχίσει να λαμβάνει πολλαπλές θεραπευτικές αγωγές όπως η ινσουλίνη, η εξέλιξη της νόσου είναι πολύ δύσκολο να αναστραφεί. Το να αλλάξουμε το διατροφικό πλάνο και το πρόγραμμα άσκησης αυτών των ασθενών είναι σημαντικό αλλά δύσκολο. Προσπαθούμε, λοιπόν, να δουλέψουμε με τους ασθενείς και να τους ενθαρρύνουμε να πραγματοποιήσουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, αν και δύσκολα καταφέρνουμε οι αλλαγές αυτές να είναι μακροχρόνιες και ουσιώδεις».