Η βιταμίνη D επηρεάζει τη λειτουργία σχεδόν 2.000 διαφορετικών γονιδίων. Η πιο σημαντική ίσως ιδιότητά της είναι η ρύθμιση της απορρόφησης του ασβεστίου και το φωσφόρου ενώ βοηθά τη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Η επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D είναι απαραίτητη για τη σωστή ανάπτυξη των οστών και των δοντιών αλλά και για την αυξημένη αντίσταση σε ορισμένες ασθένειες.

O οργανισμός προσλαμβάνει τη βιταμίνη D κυρίως μέσω της σύνθεσής της στο δέρμα μας με την επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας. Ο χρόνος έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία που απαιτείται για τη σύνθεση των απαραίτητων ποσοτήτων βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικία, το χρώμα του δέρματος και από τα υποκείμενα προβλήματα υγείας
Η άλλη λιγότερο σημαντική πηγή βιταμίνης D είναι η πρόσληψη μέσω των τροφών. Λίγες τροφές είναι πλούσιες σε βιταμίνη D και αυτές είναι ορισμένα «λιπαρά» ψάρια (όπως ο σολομός, το σκουμπρί, ο τόνος, ο μπακαλιάρος, η πέστροφα, οι σαρδέλες), το μουρουνέλαιο, τα αυγά και το βοδινό συκώτι.

Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου διεπίστωσαν η βιταμίνη D επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα και ενδέχεται να επιδρά στην πυροδότηση νόσων όπως η πολλαπλή σκλήρυνση.

Οι ερευνητές εστίασαν στο πώς η βιταμίνη D επηρεάζει ένα μηχανισμό στο ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος – την ικανότητα των δενδριτικών κυττάρων να ενεργοποιούν τα Τ-κύτταρα.

Σε υγιείς ανθρώπους, τα Τ κύτταρα παίζουν κομβικό ρόλο βοηθώντας στην καταπολέμηση των λοιμώξεων. Σε ανθρώπους με αυτοάνοσες ασθένειες, ωστόσο, ενδέχεται να αρχίσουν να επιτίθενται στους ιστούς του δικού τους σώματος. Μελετώντας κύτταρα από ποντίκια και ανθρώπους οι ερευνητές βρήκαν ότι η βιταμίνη D οδήγησε τα δενδριτικά κύτταρα να παράξουν περισσότερα μόρια CD31 στην επιφάνειά τους και ότι αυτό παρακώλυσε την ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων.

Οι ερευνητές στην δημοσίευση που έγινε στο Frontiers in Immunology αναφέρουν ότι τα ευρήματα ρίχνουν φως στο πώς η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να ρυθμίζει το ανοσοποιητικό σύστημα και να επηρεάζει την πυροδότηση των αυτοάνοσων νοσημάτων.

Προηγούμενες μελέτες είχαν αναφέρει πως η συγκεκριμένη βιταμίνη μπλοκάρει τη δράση ενός ενζύμου που απαιτείται για την παραγωγή της κορτιζόλης. Μεγάλες ποσότητες κορτιζόλης πιστεύεται πως αυξάνουν την πίεση του αίματος λόγω στένωσης των αιμοφόρων αγγείων και ως εκ τούτου «απειλούν» την καλή λειτουργία της καρδιάς.