Τα παιδιά σχολικής ηλικίας με προβλήματα συμπεριφοράς ενδέχεται να έχουν διαφορετικά βακτήρια στο έντερό τους από ό,τι οι συνομήλικοί τους με καλή συμπεριφορά, σύμφωνα με νέα επιστημονικά στοιχεία.

Η μελέτη επεσήμανε επίσης ότι οι γονείς μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των συγκεκριμένων βακτηρίων στο έντερο του παιδιού τους (γνωστό ως μικροβίωμα). Ο ρόλος αυτός εκτείνεται ακόμη και πέρα από το είδος των τροφών που δίνουν στα παιδιά τους, όπως υποψιάζονται οι ερευνητές.

«Ενδιαφερόμασταν να προσδιορίσουμε αν υπήρχαν πτυχές του μικροβιώματος του εντέρου που εξηγούν τη διαφορά συμπεριφοράς στα παιδιά», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Thomas Sharpton. Και, φαίνεται πως ναι: Για παράδειγμα, «Τα παιδιά σε οικογένειες με ισχυρότερους δεσμούς είχαν διαφορές στο μικροβίωμά τους από τα υπόλοιπα», δήλωσε ο Sharpton, οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής μικροβιολογίας στο κρατικό πανεπιστήμιο του Όρεγκον.

Ωστόσο, «Δεν λέμε ότι το μικροβίωμα απαραιτήτως προκαλεί τη συμπεριφορά, μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο – ότι η συμπεριφορά προκαλεί αλλαγές στο μικροβίωμα, είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τους αλληλένδετους παράγοντες», δήλωσε. Οι ερευνητές επεσήμαναν πάντως ότι η διατροφή δεν φαίνεται να εξηγεί τις αλλαγές που παρατηρήθηκαν σε αυτή τη μελέτη.

Αυτή δεν είναι η πρώτη μελέτη που συνδέει το μικροβίωμα με τη συμπεριφορά των παιδιών: Μια ερευνητική ομάδα από το Παιδιατρικό Νοσοκομείο του Τέξας στο Χιούστον ανέφερε τον περασμένο Μάιο ότι τα παιδιά με αυτισμό και προβλήματα του πεπτικού συστήματος είχαν διαφορές στο μικροβίωμά τους σε σύγκριση με τα αδέλφια και άλλα παιδιά χωρίς αυτισμό.

Ο Sharpton είπε ότι αν μεγαλύτερες σε δείγμα μελέτες επιβεβαιώσουν αυτά τα ευρήματα, ίσως είναι δυνατό να βρούμε έναν τρόπο να χρησιμοποιήσουμε πληροφορίες από το μικροβίωμα για να προβλέψουμε πώς μπορεί να εξελιχθεί η συμπεριφορά ενός παιδιού, ώστε να υπάρχει πιο έγκαιρη και ενδεχομένως πιο επιτυχημένη παρέμβαση.

Η Δρ Maryann Buetti-Sgouros, επικεφαλής της Παιδιατρικής Κλινικής στο Νοσοκομείο Northern Westchester, επανεξέτασε τα ευρήματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση mBio και δήλωσε: «Αυτή η μελέτη ενισχύει περαιτέρω την ιδέα ότι υπάρχει μια σύνδεση εγκεφάλου και εντέρου, αλλά δεν νομίζω ότι μας δίνει κάποια οριστική απάντηση, μας δίνει ωστόσο περαιτέρω τομείς για να ερευνήσουμε».