Σύμφωνα με μία νέα αμερικανο-καναδική επιστημονική μελέτη του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας υπάρχουν κοινωνικοί παράγοντες και συμπεριφορές που σχετίζονται με τον πρόωρο θάνατο. Από αυτούς τους παράγοντες υπάρχουν τρεις που έχουν την στενότερη σχέση: το κάπνισμα, το διαζύγιο και η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι καθένας από αυτούς τους παράγοντες, μαζί με την οικονομική ανασφάλεια και τον ρατσισμό, έχει μεγαλύτερη επίπτωση στην πρόωρη θνησιμότητα ενός ανθρώπου από ό,τι η έλλειψη σωματικής άσκησης.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής καθηγητή Έλι Πάτερμαν, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), ανέλυσαν στοιχεία της περιόδου 1992-2008 για 13.611 ενηλίκους, ηλικίας 52 έως 104 ετών, και εστίασαν σε εκείνους τους παράγοντες που είχαν μεγαλύτερη σχέση με όσους πέθαναν τα επόμενα έξι χρόνια (2008-2014). Στην μελέτη σκόπιμα δεν ελήφθησαν υπόψη οι βιοϊατρικοί παράγοντες που επηρεάζουν το προσδόκιμο ζωής, ώστε να αναδειχθεί η κοινωνικο-οικονομική και ψυχολογική-συμπεριφορική διάσταση.

Από τους συνολικά 57 παράγοντες που εντοπίστηκαν και αναλύθηκαν, οι δέκα που σχετίζονται στενότερα με τον θάνατο, κατά σειρά σημασίας, είναι οι εξής: Κάπνισμα, ιστορικό διαζυγίου, ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ, πρόσφατες οικονομικές δυσκολίες, ιστορικό ανεργίας, ιστορικό καπνίσματος στο παρελθόν, χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή, αγαμία, ιστορικό μεγάλης φτώχειας (καταφυγή σε κοινωνικά συσσίτια) και αρνητικά συναισθήματα.

Το κάπνισμα σχεδόν διπλασιάζει τον κίνδυνο θανάτου κάποιου μέσα στην επόμενη εξαετία, ενώ η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ τον αυξάνει κατά 36% και του διαζυγίου ακόμη περισσότερο, κατά 45%. Οι οικονομικές δυσκολίες αυξάνουν την πιθανότητα πρόωρου θανάτου μέσα στα επόμενα έξι χρόνια κατά 32%, ενώ η έλλειψη σωματικής άσκησης μόνο κατά 15%. Ειδικά για έναν Αφροαμερικανό, λόγω του ρατσισμού και των κοινωνικών διακρίσεων που αντιμετωπίζει, ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου είναι κατά 22% μεγαλύτερος από ό,τι ενός λευκού.

Σύμφωνα με τον δρα Πάτερμαν οι παράγοντες θα πρέπει να διερευνηθούν σε βάθος χρόνου  αφού «χρειάζεται μία προσέγγιση που να καλύπτει τη συνολική διάρκεια της ζωής, για να κατανοήσει κανείς πραγματικά την υγεία και τη θνησιμότητα».