Μελέτη του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου δείχνει για πρώτη φορά ότι τα επίπεδα της κορτιζόλης (ορμόνη του στρες) αποτελούν βιοδείκτη πρόγνωσης για την εξέλιξη της νόσου Covid-19.

Η κορτιζόλη παράγεται στο σώμα ως απόκριση στις διάφορες πηγές στρες, πυροδοτώντας στη συνέχεια αλλαγές στο μεταβολισμό, στη λειτουργία της καρδιάς και στο ανοσοποιητικό σύστημα. Τα φυσιολογικά επίπεδα κορτιζόλης στους υγιείς και χωρίς στρες ανθρώπους είναι 100 έως 200 nm/L και σχεδόν μηδενικά στη διάρκεια του ύπνου.

Οι ασθενείς που έχουν στο αίμα τους πολύ υψηλά επίπεδα της ορμόνης, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν γρήγορη επιδείνωση και να πεθάνουν από τη νόσο. Το εύρημα θεωρείται σημαντικό καθώς θα μπορούν να εντοπίζονται έγκαιρα οι ασθενείς που είναι πιθανότερο να χρειαστούν εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας και πιο επιθετική φαρμακευτική αγωγή.

Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Diabetes & Endocrinology», μελέτησαν 535 ασθενείς με ύποπτα συμπτώματα κορωνοϊού, οι οποίοι είχαν εισαχθεί σε τρία νοσοκομεία του Λονδίνου και από τους οποίους οι 403 διαγνώστηκαν τελικά με Covid-19.

Η μελέτη διαπίστωσε αρχικά ότι τα επίπεδα κορτιζόλης στους ασθενείς με Covid-19 ήταν σημαντικά υψηλότερα, σε σχέση με όσους δεν είχαν τη νόσο, και έφθαναν έως 3.241 nm/L, πολύ πάνω από τα επίπεδα που υπάρχουν συνήθως μετά από μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση (έως 1.000 nm/L). Επιπλέον, οι ασθενείς με επίπεδα κορτιζόλης κάτω του 744 επιβίωσαν κατά μέσο όρο για 36 μέρες, ενώ εκείνοι με επίπεδα άνω του 744 επιβίωσαν μόνο για 15 μέρες.

«Πλέον, έχουμε άλλο ένα απλό βιοδείκτη, μαζί με τα επίπεδα κορεσμού του οξυγόνου, για να μας βοηθάει να εντοπίζουμε ποιοι ασθενείς χρειάζεται να εισαχθούν άμεσα και ποιοι όχι. Έχοντας ένα πρώιμο δείκτη για το ποιοι ασθενείς μπορεί να επιδεινωθούν πιο γρήγορα, θα μας βοηθήσει να παρέχουμε το καλύτερο δυνατό επίπεδο φροντίδας», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής ενδοκρινολογίας δρ Γουόλτζιτ Ντίλο. Όπως είπε όμως, τα ευρήματα περί κορτιζόλης πρέπει να επιβεβαιωθούν από μια μεγαλύτερη κλινική μελέτη.