Η μοναξιά αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου στους μεσήλικες άνδρες και το να είναι κάποιος ανύπαντρος κατά τη στιγμή της διάγνωσης της νόσου οδηγεί συχνά σε χειρότερα αποτελέσματα, σύμφωνα με μια μελέτη 20 ετών που έγινε στη Φινλανδία.

Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι παρόλο που η μοναξιά σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, δεν ισχύει το ίδιο με την κοινωνική απομόνωση.

Δεν είναι σαφές γιατί η μοναξιά είχε ισχυρότερη σχέση με τον καρκίνο σε σύγκριση με την κοινωνική απομόνωση, αλλά είναι κάτι που θα μπορούσε να συνδέεται με την ικανοποίηση, δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας Siiri-Liisi Kraav από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Φινλανδίας.

«Για πολλούς ανθρώπους, η κοινωνική απομόνωση, δηλαδή το χαμηλό επίπεδο κοινωνικών επαφών είναι κάτι ικανοποιητικό και δεν προκαλεί απαραίτητα δυσαρέσκεια. Η μοναξιά, ωστόσο, εξ ορισμού περιλαμβάνει δυσαρέσκεια για την κατάσταση», εξήγησε η Kraav.

Το γιατί η μοναξιά μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά μια πιθανότητα είναι η φλεγμονή, που συνδέεται με αρνητικά συναισθήματα, εξηγεί η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Psychiatry Research.

Τα ευρήματα είναι μια πρόσκληση για δράση, υποστηρίζει η Kraav: «Η μοναξιά έχει πολλές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία. Η αυξημένη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου είναι μόνο μία από αυτές. Επομένως, θα ήταν σημαντικό να αποφευχθούν αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις αναπτύσσοντας αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη μοναξιά και ελέγχοντας τακτικά τους ανθρώπους που τη νιώθουν».

Υπάρχουν πολλές μελέτες «που συνδέουν τόσο την κοινωνική απομόνωση όσο και τη μοναξιά με θνησιμότητα όλων των αιτιών και καρδιαγγειακά προβλήματα, αλλά λιγότερο συγκεκριμένα για τον καρκίνο», δήλωσε η Δρ Julianne Holt-Lunstad, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Ο αντίκτυπος της μοναξιάς στην υγεία και της κοινωνικής απομόνωσης που προκλήθηκε από την πανδημία μπορεί να μην γίνει  πλήρως κατανοητός για «τα επόμενα χρόνια ή δεκαετίες», δήλωσε η Δρ Holt-Lunstad, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Brigham Young της Γιούτα: «Ενώ ελπίζω ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων θα αποδειχθεί ανθεκτική ή θα ανακάμψει, υποψιάζομαι ότι τουλάχιστον ένα υποσύνολο του πληθυσμού θα έχει χρόνιες επιπτώσεις. Επομένως, πρέπει να συνεχίσουμε να μελετάμε αυτό το ζήτημα και να δίνουμε προτεραιότητα στην αντιμετώπισή του στη δημόσια υγεία».