Όταν ο Βεζούβιος εξερράγη  το 79 μ.Χ., ορισμένοι κάτοικοι της κοντινής Πομπηίας, αναζήτησαν καταφύγιο σε πέτρινα θησαυροφυλάκια σε κοντινές παραλίες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα – οι ροές της λάβας τους στέρησαν τη ζωή. Αλλά ο λιωμένος βράχος δεν διέγραψε τα στοιχεία για το πώς ζούσαν και τι έτρωγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι. Τα οστά τους μας λένε πώς η μεσογειακή διατροφή άλλαξε με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Σε μια δημοσίευση στο Science Advances, οι ερευνητές περιγράφουν πώς χρησιμοποίησαν πρωτεΐνες από τα οστά 17 εκ των θυμάτων του Βεζούβιου για τον προσδιορισμό του τι έτρωγαν οι κάτοικοι της Πομπηίας.

Όπως γνωρίζουμε, είμαστε ό,τι τρώμε και το σώμα μας δημιουργεί νέα «υλικά» χρησιμοποιώντας την πρωτεΐνη που προσλαμβάνουμε. Τα οστά βρίσκονται σε συνεχή κατάσταση διάσπασης και επανασύστασης και οι πρωτεΐνες που περιέχουν αντικατοπτρίζουν αυτό που υπάρχει στην πρόσφατη διατροφή μας. Στην πρόσφατη μελέτη, οι ερευνητές συνέκριναν τα χαρακτηριστικά της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη των οστών με εκείνα των ψαριών, των ζώων και των φυτών της ίδιας χρονικής περιόδου για να καθορίσουν ποιος έτρωγε τι εκείνη την εποχή.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνδρες έτρωγαν περισσότερα ψάρια και οι γυναίκες περισσότερα ζωικά προϊόντα και φρούτα και λαχανικά τοπικής καλλιέργειας. Τα ψάρια ήταν πιο δύσκολα προσβάσιμα για τον μέσο Ρωμαίο και επομένως πιο ακριβά, όπως λένε οι συγγραφείς – η υψηλότερη κοινωνική θέση των ανδρών θα μπορούσε να εξηγεί το χάσμα στη διατροφή μεταξύ των φύλων.

Για τον σύγχρονο άνθρωπο, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η μεσογειακή διατροφή, που συχνά θεωρείται ως η πιο υγιεινή, έχει κάπως αλλάξει τα τελευταία σχεδόν 2.000 χρόνια. Οι κάτοικοι της περιοχής κατά τη στιγμή της έκρηξης του Βεζούβιου έτρωγαν πιθανώς πολύ περισσότερα ψάρια από ό, τι περιλαμβάνει αυτό που ονομάζουμε μεσογειακή διατροφή σήμερα, αλλά λιγότερο όσον αφορά τους καρπούς.

Η προσέγγιση της μελέτης «παρείχε επίσης διατροφικά δεδομένα επαρκούς ακρίβειας, ανοίγοντας τη δυνατότητα συγκριτικής αξιολόγησης των αρχαίων διατροφών σε σχέση με τα σύγχρονα περιβάλλοντα όπου οι συνέπειες για την υγεία είναι καλύτερα κατανοητές», ανέφεραν οι ερευνητές.