Η Ομότιμη Καθηγήτρια Παιδιατρικής και Πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου μίλησε για τα τελευταία στοιχεία που δείχνουν για άλλη μια φορά την ασφάλεια του εμβολίου κατά του κορωνοϊού σε παιδιά 5-11 ετών:

«Μόλις πριν 48 περίπου ώρες, ανακοινώθηκαν επισήμως από το CDC τα δεδομένα που αφορούν την ασφάλεια των εμβολίων. Θα πρέπει να αναφέρω ότι στις ενημερωτικές επικοινωνίες που είχαμε με τους γονείς ήταν το κύριο ερώτημα και πολύ δικαιολογημένα.

»Τα δεδομένα προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που έχουν περισσότερα του ενός συστήματα καταγραφής των ανεπιθύμητων ενεργειών, αλλά με κύριο σύστημα το VAERS, Vaccine Adverse Event and Reporting System.

»Μέχρι, λοιπόν, τις 10 Δεκεμβρίου, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν χορηγηθεί 7.141.428 δόσεις εμβολίου της εταιρείας Pfizer σε παιδιά αυτής της ηλικίας (5-11 ετών). Η πρώτη δόση είναι 5.126.642 και δεύτερη δόση 2.786.000 δόσεις.

»Καταγράφηκαν 3.233 αναφορές. Η μέση ηλικία ήταν 9 ετών και η κατανομή ανάλογα με το φύλο ήταν περίπου μισά – μισά, δηλαδή κορίτσια και αγόρια. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το 97% των περιπτώσεων που καταγράφηκαν ήταν μη σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.

»Οι πέντε συνηθέστερες αντιδράσεις από το εμβόλιο ήταν πόνος στο σημείο της ένεσης, πυρετός, κόπωση, κεφαλαλγία και μυαλγία. Και οι περισσότερες αντιδράσεις ήταν κατά τι συχνότερες με τη δεύτερη δόση του εμβολίου.

»Ήπιες, πάντως, και γενικά και παροδικές, ανεξάρτητα από τη δόση. Λιγότερο από το 10% των παιδιών απουσίασε από το σχολείο, όπως και λιγότερο από 1% ζήτησαν τη συμβουλή γιατρού.

»Στο σύνολο, λοιπόν, των 7.141.428 δόσεων εμβολίου καταγράφηκαν 8 περιπτώσεις που πληρούσαν τον ορισμό της μυοκαρδίτιδας.

»Τέσσερις περιπτώσεις σε κορίτσια και σε τέσσερις σε αγόρια. Και τα 6 από τα περιστατικά αυτά ήταν μετά την δεύτερη δόση.

»Σε όλες τις περιπτώσεις τα συμπτώματα ήταν ήπια και υποχώρησαν ταχύτατα με πλήρη αποκατάσταση του παιδιού.

»Η συχνότητα, λοιπόν, της 1 περίπου μιας περίπτωσης στο εκατομμύριο της μυοκαρδίτιδος επιβεβαιώνει την τοποθέτηση ότι η ανεπιθύμητη αυτή ενέργεια είναι υπαρκτή, αλλά σπάνια και δεν επηρεάζει την απόφαση του εμβολιασμού των παιδιών.

»Θα πρέπει να πούμε, επίσης, ότι καμία από τις καταγραφείσες ανεπιθύμητες ενέργειες δεν διέφερε, δεν ήταν επιπλέον των ανεπιθύμητων ενεργειών που είχαν καταγραφεί κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών».