Μέχρι σήμερα αποτελούσε μυστήριο γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν κοντά στην ηλικία των 80 ετών, ενώ άλλα θηλαστικά ζουν πολύ λιγότερα ή πολλά περισσότερα χρόνια.

Σε προηγούμενες μελέτες, οι ειδικοί θεωρούσαν ότι το κλειδί για τη μακροζωία ήταν το μέγεθος: καθώς τα μικρότερα ζώα καίνε περισσότερη ενέργεια πιο γρήγορα από τα μεγαλύτερα, αυτό σημαίνει ότι ο κύκλος εργασιών των κυττάρων τους ήταν ταχύτερος.

Σύμφωνα με νέα έρευνα από το Ινστιτούτο Wellcome Sanger του Κέμπριτζ, άνθρωποι και ζώα φεύγουν από τη ζωή αφότου συγκεντρώσουν παρόμοιο αριθμό μεταλλάξεων στο γενετικό υλικό (DNA) τους.

Συγκεκριμένα, ο αριθμός και η συχνότητα των μεταλλάξεων σε κάθε είδους θηλαστικό, όπως και στον άνθρωπο, είναι αυτό που καθορίζει τη διαδικασία της γήρανσης και τον μέσο όρο ζωής. Μάλιστα, είτε πρόκειται για καμηλοπάρδαλη είτε για αρουραίο, όταν έχουν τον ίδιο ρυθμό μεταλλάξεων, έχουν και το ίδιο προσδόκιμο επιβίωσης.

Γενετικές αλλαγές συμβαίνουν ως φυσιολογική διαδικασία σε όλα τα κύτταρα και είναι σε μεγάλο βαθμό ακίνδυνες. Ωστόσο, μερικές μπορεί να μετατρέψουν ένα κύτταρο από υγιές σε καρκινικό και έτσι να ξεκινήσει η πορεία εξέλιξης της νόσου.

«Ήταν πολύ σημαντική η διαπίστωση ότι ο ρυθμός των μεταλλάξεων, σχετίζεται άμεσα με το προσδόκιμο επιβίωσης σε οποιοδήποτε θηλαστικό. Η πιο συναρπαστική πτυχή της εν λόγω μελέτης όμως, είναι η διαπίστωση ότι η διάρκεια ζωής είναι αντιστρόφως ανάλογη με το ποσοστό σωματικών μεταλλάξεων, που νδέχεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στη διαδικασία της γήρανσης», εξηγεί ο Δρ Alex Kagan , ερευνητής στο τμήμα Εξελικτικής Διεργασίας Σωματικού Ιστού στο Ινστιτούτο Wellcome Sanger και βασικός συγγραφέας της μελέτης.

Για να καταλήξουν σε αυτά τα συμπεράσματα οι ειδικοί, ανέλυσαν γενετικά λάθη στα βλαστοκύτταρα εντέρου 16 θηλαστικών. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια ζωής ενός είδους, τόσο πιο αργός είναι ο ρυθμός με τον οποίο δημιουργούνται νέες μεταλλάξεις.

Ο μέσος αριθμός μεταλλάξεων στο τέλος της διάρκειας ζωής μεταξύ των ειδών ήταν περίπου 3.200, κάτι που σημαίνει ότι δημιουργείται ένας όγκος σφαλμάτων στο γενετικό μας υλικό και από εκεί και πέρα ο οργανισμός δεν δύναται να λειτουργήσει σωστά.  Αυτό το εύρημα  πιστεύεται ότι ανοίγει νέους ορίζοντες για την καλύτερη κατανόηση της διαδικασίας της γήρανσης στους ανθρώπους.

Σε ότι αφορά το μέσο όρο ζωής στην Ελλάδα, οι καλύτερες χρονιές της χώρας μας ήταν το 2014 και το 2016 με τη μέση ηλικία του γενικού πληθυσμού να φτάνει στα 81,5 έτη. Το 2017 μειώθηκε οριακά και κατά ένα μήνα ο μέσος χρόνος ζωής των Ελλήνων.

Από το 1970 που ο μέσος όρος ζωής των Ελλήνων ήταν τα 73,8 χρόνια, ζούμε σήμερα πέντε χρόνια περισσότερο. Ο ρυθμός αύξησης θα χαρακτηριζόταν «ομαλός», αφού κάθε χρόνο κερδίζαμε μερικούς μήνες ζωής και δεν καταγράφηκε κάποια απότομη αύξηση. Από το 1970 και μετά, ανά τέσσερα με έξι χρόνια, ο μέσος χρόνος ζωής του Έλληνα αυξανόταν κατά ένα έτος.

Όμως, στη χώρα μας όπως και σε άλλες, ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνθηκε σταδιακά, αφού από το 2004 μέχρι το 2017 (δηλαδή μέσα σε 13 χρόνια), ο μέσος όρος αυξήθηκε μόλις ένα έτος.

Οι γυναίκες ζουν σταθερά περισσότερο από τους άντρες και φτάνουν μέχρι και τα 84 έτη, ενώ ο μέγιστος μέσος όρος των ανδρών είναι τα 78,9 χρόνια.