Η ευλογιά των πιθήκων μπορεί να περιοριστεί στις χώρες εκτός Αφρικής όπου εμφανίστηκε, στις οποίος ο ιός συνήθως δεν εμφανίζεται, λέει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).

Περισσότερα από 100 κρούσματα του ιού -που προκαλεί εξάνθημα και πυρετό- έχουν επιβεβαιωθεί στην Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία, σε ένα πρόσφατο και αναπάντεχο ξέσπασμα της νόσου. Αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί ακόμη, αλλά οι ειδικοί λένε ότι ο συνολικός κίνδυνος για τον ευρύτερο πληθυσμό είναι πολύ χαμηλός.

Ο ιός είναι πιο κοινός σε απομακρυσμένες περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Αφρικής.

«Πρόκειται για μια κατάσταση που μπορεί να περιοριστεί», δήλωσε η επικεφαλής του ΠΟΥ για τις αναδυόμενες ασθένειες, Δρ Maria Van Kerkhove, σε συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα.

«Θέλουμε να σταματήσουμε τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό σε χώρες που ο ιός δεν είναι ενδημικός», πρόσθεσε, αναφερόμενη στα πρόσφατα κρούσματα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.

Παρά το γεγονός ότι είναι το μεγαλύτερο ξέσπασμα εκτός Αφρικής τα τελευταία 50 χρόνια, η ευλογιά των πιθήκων δεν εξαπλώνεται εύκολα μεταξύ των ανθρώπων και οι ειδικοί λένε ότι η απειλή δεν είναι συγκρίσιμη με την πανδημία του κορωνοϊού που ταλαιπωρεί τον πλανήτη εδώ και πάνω από δύο χρόνια.

«Η μετάδοση του ιού συμβαίνει πραγματικά από την επαφή δέρμα με δέρμα, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που έχουν εντοπιστεί εμφανίζουν γενικά μια ήπια ασθένεια», είπε η Δρ Van Kerkhove.

Ένας άλλος αξιωματούχος του ΠΟΥ πρόσθεσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ιός της ευλογιάς των πιθήκων έχεθ μεταλλαχθεί, παρά τις προηγούμενες εικασίες σχετικά με την αιτία της τρέχουσας επιδημίας.

Οι ιοί σε αυτήν την ομάδα «τείνουν να μην μεταλλάσσονται και τείνουν να είναι αρκετά σταθεροί», δήλωσε η Δρ Rosamund Lewis, επικεφαλής της γραμματείας του ΠΟΥ για την ευλογιά.

Τα συμπτώματα της ευλογιάς των πιθήκων, τα οποία περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, πόνους και εξάνθημα που αργότερα μετατρέπονται σε φουσκάλες, είναι συνήθως ήπια και στους περισσότερους ανθρώπους υποχωρούν μέσα σε δύο έως τέσσερις εβδομάδες.

Μεγαλύτερο κίνδυνο μετάδοσης έχουν άνθρωποι που έχουν έρθει σε άμεση σωματική επαφή με κάποιον άρρωστο ή που έχουν μοιραστεί μαζί του ρούχα, σκεπάσματα, πετσέτες κλπ.