Μια νέα μελέτη συνδέει γνωστικά προβλήματα που προκαλεί η μακρά Covid-19, όπως η εγκεφαλική «ομίχλη», με υψηλότερα επίπεδα πρωτεϊνών που είναι γνωστό ότι εμπλέκονται στον τρόπο πήξης του αίματος.

Ορισμένοι επιστήμονες έχουν σημειώσει την πιθανότητα μικροσκοπικοί θρόμβοι αίματος να περιορίζουν τη ροή του αίματος σε ζωτικά όργανα ως μέρος της λοίμωξης από Covid-19. Οι συγγραφείς αυτής της τελευταίας μελέτης έγραψαν ότι τα ευρήματά τους δείχνουν την ανάγκη να διερευνηθεί περισσότερο η σχέση μεταξύ της πήξης του αίματος και της μακράς Covid-19.

Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο περιοδικό Nature Medicine. Οι ερευνητές μελέτησαν τις εξετάσεις αίματος από 1.837 άτομα που είχαν νοσηλευτεί με Covid-19. Ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων στη μελέτη ήταν 58 ετών και το 58% ήταν άνδρες.

Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε επίσημο γνωστικό τεστ έξι και 12 μήνες μετά τη νοσηλεία. Ανέφεραν επίσης τι αντιλαμβάνονται εκείνοι για τη λειτουργία του εγκεφάλου τους μετά τη νόσηση.

Τα άτομα με αυξημένα επίπεδα πρωτεϊνών κατά τη λοίμωξη από Covid-19 παρουσίασαν αργότερα επίμονα και σοβαρά προβλήματα με τη μνήμη, τη συγκέντρωση και τη σκέψη. Μία από τις πρωτεΐνες που εντοπίστηκαν σε υψηλά επίπεδα σε ασθενείς με Covid-19 ονομάζεται ινωδογόνο και η άλλη είναι ένα θραύσμα πρωτεΐνης που ονομάζεται Δ-Διμερές.

«Τόσο το ινωδογόνο όσο και το Δ-Διμερές εμπλέκονται στην πήξη του αίματος και έτσι τα αποτελέσματα υποστηρίζουν την υπόθεση ότι οι θρόμβοι αίματος είναι αιτία γνωστικών προβλημάτων μετά τη λοίμωξη από Covid-19», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης και βιοϊατρικός ερευνητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Δρ Max Taquet: «Το ινωδογόνο μπορεί να δρα άμεσα στον εγκέφαλο και τα αιμοφόρα αγγεία του, ενώ το Δ-Διμερές συχνά αντανακλά θρόμβους αίματος στους πνεύμονες και τα προβλήματα στον εγκέφαλο μπορεί να οφείλονται στην έλλειψη οξυγόνου. Σύμφωνα με αυτή την πιθανότητα, τα άτομα που είχαν υψηλά επίπεδα Δ=Διμερών δεν διέτρεχαν μόνο υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικής “ομίχλης”, αλλά και υψηλότερο κίνδυνο αναπνευστικών προβλημάτων».

Δεν βρέθηκε σχέση μεταξύ του αυξημένου ινωδογόνου και των μη γνωστικών μακροχρόνιων συμπτωμάτων της νόσου, όπως κόπωση, δύσπνοια, προβλήματα κατά την άσκηση, πόνος, κατάθλιψη ή άγχος. Οι ερευνητές ωστόσο βρήκαν μια σχέση μεταξύ των αυξημένων επιπέδων Δ-Διμερών με την κόπωση και τη δύσπνοια.

Η κατανόηση των γνωστικών προβλημάτων που επηρεάζουν τα άτομα με μακρά Covid-19 είναι ένα σημαντικό βήμα προς την εύρεση θεραπείας ή πρόληψης, σημείωσαν οι συγγραφείς.