Οι έφηβοι που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά τσιγάρα έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αναφέρουν προβλήματα στους πνεύμονες, όπως συριγμό, δύσπνοια ή βρογχίτιδα, σε σύγκριση με εκείνους που δεν χρησιμοποιούν, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.

Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι γνωστό ότι περιέχουν αρωματικές ουσίες και χημικές ενώσεις που μπορούν να βλάψουν τους πνεύμονες και υπολογίζεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό των εφήβων «ατμίζει».

«Αυτή η μελέτη συμβάλλει στις αναδυόμενες αποδείξεις από έρευνες σε ανθρώπινες και τοξικολογικές μελέτες ότι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα προκαλούν αναπνευστικά προβλήματα που δικαιολογούν την εξέταση για το ρυθμιστικό πλαίσιο της χρήσης  ηλεκτρονικών τσιγάρων», κατέληξαν οι ερευνητές. Το 2019, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αύξησε το ελάχιστο όριο ηλικίας για την αγορά προϊόντων καπνού από τα 18 στα 21 έτη – στην Ελλάδα παραμένουν τα 18 έτη.

Η νέα μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Thorax. Μία φορά τον χρόνο -το 2014, το 2015, το 2017 και το 2018- τα άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη συμπλήρωναν ένα ερωτηματολόγιο για τη χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου και μαριχουάνας τις τελευταίες 30 ημέρες, καθώς και για τυχόν αναπνευστικά συμπτώματα. Το ερωτηματολόγιο του 2014 συμπληρώθηκε από σχεδόν 2.100 άτομα με μέση ηλικία 17 ετών.

Το ερωτηματολόγιο αφορούσε την εμφάνιση συριγμού, βρογχίτιδας και δύσπνοιας. Ο συριγμός ορίστηκε ως η αναφορά συριγμού ή σφυρίσματος στο στήθος τους προηγούμενους 12 μήνες. Η βρογχίτιδα ορίστηκε ως η αναφορά καθημερινού βήχα για 3 συνεχόμενους μήνες ή διάγνωσης βρογχίτιδας τους προηγούμενους 12 μήνες ή συμφόρησης ή φλέματος που δεν σχετίζεται με κρυολόγημα. Ως δύσπνοια σημειώνονταν όταν κάποιος συμμετέχοντας έλεγε ότι ενοχλείται από δύσπνοια όταν βιαζόταν σε επίπεδο έδαφος ή ανέβαινε σε έναν ελαφρύ λόφο.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα συμπτώματα συνδέονταν με τη χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου ανεξάρτητα από το αν τα άτομα στη μελέτη ανέφεραν επίσης έκθεση στο παθητικό κάπνισμα ή χρήση άλλων προϊόντων καπνού ή μαριχουάνας.

Η μελέτη ωστόσο είχε αρκετούς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της αυτοαναφοράς και της απουσίας μέτρησης για το πόσο «άτμιζε» κάποιος.