Μέχρι τώρα, η έρευνα σχετικά με μια εξουθενωτική πάθηση που έχει γίνει πιο συχνή από την πανδημία και μετά, έδινε ελάχιστες ελπίδες ότι οι ασθενείς θα μπορούσαν τελικά να ξαναρχίσουν τις κανονικές καθημερινές τους δραστηριότητες.

Αυτό συνέβαινε επειδή οι επιστήμονες δεν γνώριζαν πολλά για το τι προκαλεί την ασθένεια, που ονομάζεται μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης. Επηρεάζει πολλαπλά συστήματα του σώματος, με χαρακτηριστικό σύμπτωμα την ακραία κόπωση που αφήνει πολλούς ανθρώπους στο κρεβάτι. Υπάρχει ελάχιστη κατανόηση του τι το προκαλεί και δεν υπάρχουν θεραπείες.

Τώρα, μια νέα μελέτη αποκαλύπτει αρκετά πράγματα για το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης, με τα επιστημονικά ευρήματα να δημοσιεύονται στο Nature Communications.

Ένα σημαντικό νέο εύρημα ήταν ότι τα άτομα στη μελέτη είχαν χαμηλή δραστηριότητα σε μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται κροταφική-βρεγματική σύνδεση, «η οποία μπορεί να προκαλέσει κόπωση διαταράσσοντας τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος αποφασίζει πώς να καταβάλει προσπάθεια», σύμφωνα με την περίληψη της μελέτης από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι τα άτομα στη μελέτη είχαν αλλαγές στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό που μπορεί να τους έκαναν λιγότερο ικανούς να κινηθούν – αυτό μπορεί επίσης να εξηγήσει αλλαγές στις νοητικές δεξιότητες και την απόκριση του σώματος στην προσπάθεια.

Μία από τις πιο δύσκολες πτυχές του Συνδρόμου είναι ότι η κόπωση επιδεινώνεται μετά τη δραστηριότητα. Οι πιθανότητες να διαγνωστεί κάποιος με το Σύνδρομο αυξάνονται με την ηλικία, έως τα 60 μειώνονται μετά την ηλικία των 70 ετών.

Μια νέα ανάλυση που δημοσιεύθηκε από το CDC, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ υπολόγισε ότι οι άνθρωποι έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια κόπωση μετά από λοίμωξη Covid-19, σε σύγκριση με άτομα που δεν είχαν μολυνθεί από τον νέο κορωνοϊό. Οι επιστήμονες είχαν διαπιστώσει προηγουμένως ότι το Σύνδρομο διαγιγνώσκεται συχνότερα αφότου ένα άτομο έχει μια λοίμωξη που το σώμα παλεύει να ξεπεράσει και συνεχίζει την ανοσολογική του απόκριση.

Ένα άλλο βασικό εύρημα που μπορεί να φέρει μια καλύτερη κατανόηση του Συνδρόμου είναι γιατί οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να διαγνωστούν. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι υπήρχαν διαφορές με βάση το φύλο στο ανοσοποιητικό σύστημα και τα πρότυπα φλεγμονής μεταξύ των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη.